- νεκροάρτης
- νεκρο-άρτης, ου, ὁ,A = νεκρεπάρτης, AJP34.448 ([place name] Egypt).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεκροάρτης — νεκροάρτης, ὁ (Α) νεκρεπάρτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + άρτης (< θ. αρ τού αἴρω «σηκώνω» πρβλ. μελλ. ἀρῶ), πρβλ. λιθ άρτης, πυλ άρτης] … Dictionary of Greek
νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β … Dictionary of Greek